ξενολατρία

ξενολατρία
η
1. το να λατρεύει κανείς ή να εκτιμά υπερβολικά τους ξένους.
2. η αγάπη και προτίμηση σε καθετί το ξένο, αλλ. ξενομανία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξενολατρία — η [ξενολάτρης] υπερβολική συμπάθεια προς τους ξένους και όσα τους αφορούν …   Dictionary of Greek

  • ξενομανία — η ο μεγάλος θαυμασμός, η αγάπη προς καθετί το ξένο, αλλ. ξενολατρία: Τον έπιασε φοβερή ξενομανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”